προσβολή

προσβολή
η, ΝΜΑ [προσβάλλω]
έφοδος, εφόρμηση (α. «έγινε προσβολή με άρματα μάχης» β. «καὶ προσβολαὶ... ἐγίγνοντο τῶν Ἀθηναίων ἱππέων», Θουκ.)
νεοελλ.
1. βλάβη τής υγείας («προσβολή τού νευρικού συστήματος»)
2. υβριστική συμπεριφορά («μού έκανε μεγάλη προσβολή με το φέρσιμό του»)
3. αμφισβήτηση τού κύρους, τής νομιμότητας
4. φρ. α) «προσβολή τής αιδούς»
(ποιν. δικ.) έγκλημα το οποίο συνίσταται: i) στη διενέργεια ακόλαστων πράξεων με σκοπό τη διέγερση τής γενετήσιας ορμής
ii) στην επιχείρηση τών πράξεων αυτών μπροστά σε τρίτο πρόσωπο
iii) στη βαναυσότητα τής προσβολής τής αιδούς
β) «γωνία προσβολής»
(αερον.) η γωνία που σχηματίζεται από τη χορδή μιας αεροτομής, δηλαδή την ευθεία η οποία συνδέει το χείλος προσβολής με το χείλος εκφυγής, και από τη διεύθυνση τής νηματικής ροής τού αέρα που προσβάλλει την πτέρυγα
γ) «χείλος προσβολής» (αερον.) το εμπρός τμήμα τής τομής μιας πτέρυγας, σε αντιδιαστολή προς το οπίσθιο, που είναι το χείλος εκφυγής
αρχ.
1. επίθεση, τοποθέτηση («ἡ τῆς σικύας προσβολή», Αριστοτ.)
2. κατεύθυνση και απόθεση τού βλέμματος («ἐκ τῆς προσβολῆς τῶν ὀμμάτων πρὸς τὴν προσήκουσαν φοράν», Πλάτ.)
3. επαφή («φίλιαι προσβολαὶ προσώπων», Ευρ.)
4. εναγκαλισμός ή φίλημα
5. η κατά την προφορά επαφή τής γλώσσας προς το φατνίο και το έσω χείλος («ἔστι δὲ φωνῆεν μὲν τὸ ἄνευ προσβολῆς ἔχον φωνὴν ἀκουστήν», Αριστοτ.)
6. προσέγγιση, πλησίασμα («βραδεῑα μὲν γὰρ ἡ 'ν λόγοισι προσβολὴ μόλις δι' ὠτὸς ἔρχεται ῥυπωμένου», Σοφ.)
7. τρόπος προσέγγισης («τοῡτο εἶναι μόνον ὃ παρέχει προσβολὴν καὶ ἐπαφήν τινα», Πλάτ.)
8. τόπος κατάλληλος για να διέλθει κάποιος
9. τόπος κατάλληλος για αγκυροβολία («ὁρῶντες προσβολὴν ἔχον τὸ χωρίον τῆς Σικελίας», Θουκ.)
10. τόπος συνάντησης
11. (φιλοσ.) η προσέγγιση με την ενόραση
12. αιφνίδια επιθετική ενέργεια, σε αντιδιαστολή προς την εκ τού συστάδην μάχη
13. κάθε καταστρεπτική ή τιμωρός ενέργεια, κατάσταση ή κάθε φυσικό φαινόμενο που ενσκήπτει (α. «οὐ δίκαιον τὰς θείας προσβολὰς διακωλύειν γίγνεσθαι», Αντιφ.
β. «ἢ πυρὸς ἢ χειμῶνος προσβολῇ», Πλάτ.)
14. η σιδερένια αιχμή όπλου
15. φρ. α) «ἡ τοῡ στομάχου προσβολή» — το μέρος όπου ο οισοφάγος ενώνεται με το στομάχι
β) «ἐκ προσβολῆς» — με την πρώτη επίθεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσβολῇ — προσβολή application fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολή — application fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολή — η 1. επίθεση, έφοδος, χτύπημα. 2. βλάβη υγείας: Πνευμονική προσβολή. 3. υβριστική, ταπεινωτική πράξη ή συμπεριφορά: Η αθέτηση του γάμου ήταν προσβολή για το κορίτσι. 4. αμφισβήτηση, άρνηση αποδοχής: Έγινε προσβολή της διαθήκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσβόλῃ — πρόσ βούλομαι will pres subj mid 2nd sg (epic) πρόσ βούλομαι will pres ind mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολαῖς — προσβολή application fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολαί — προσβολή application fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολῆς — προσβολή application fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολῇσι — προσβολή application fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολήν — προσβολή application fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολῶν — προσβολή application fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”